- εξαεριστικός
- -ή, -ό1. που χρησιμεύει για εξαερισμό, αυτός με τον οποίο γίνεται ο εξαερισμός: Εξαεριστικοί σωλήνες.2. (ναυτ.), το ουδ. πληθ. ως ουσ., εξαεριστικά οι τρύπες που βρίσκονται στο ανώτερο μέρος του κενού χώρου υποβρυχίου, ο οποίος γεμίζεται με θαλάσσιο νερό, όταν το υποβρύχιο πρόκειται να καταδυθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.